ἀκριβής

ἀκριβής
ἀκρῑβ-ής, ές,
A exact, accurate, precise, E.El.367, etc.;

σημεῖον Th.1.10

;

δίαιτα Hp.Aph.1.4

; τριταῖος returning precisely at its time, Id.Epid.1.24; γαλήνη complete calm, Jul. Or.1.25c.
II of persons, precise, strict,

δικασταί Th.3.46

;

ἐπίσκοποι Pl.Lg.762d

;

δεινὸς καὶ ἀ. Lys.7.12

; ἀ. τοῖς ὄμμασι sharp- sighted,
Theoc.22.194; of arguments, Ar.Nu.130;

ἀ. μουσική E. Supp.906

, etc.; τὸ ἀ., = ἀκρίβεια, Hp.VM9;

τὸ πάνυ ἀ. Th.6.18

: freq.in Adv. -βῶς to a nicety, precisely, ἀ. εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, etc., Hdt.7.32, etc.;

ἀ. οἶσθα A.Pr.330

; opp. ἁπλῶς, Isoc.5.46; opp. τύπῳ (in outline, roughly), Arist.EN1104a2: [comp] Comp.

-έστερον Pl.R.436c

, Act.Ap.18.26: [comp] Sup.

-έστατα Pl.R.484c

; ἀ. καὶ μόλις with greatest difficulty, Plu.Alex.16:—also οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες at the right moment, E.Tr.901.
2 in the strict sense of the word,

ὁ ἀ. ἰατρός Pl.R.342d

; ὁτῷἀ. λόγῳ ἰατρός ib.341c.
b pure-bred, genuine,

Κόλ χος Eun.Hist.p.263D.

c Astron., true, opp. φαινόμενος, Procl. Hyp.4.31.
3 parsimonious, stingy,

ἀ. τοὺς τρόπους Men.235

. Adv.

-βῶς, διαιτᾶσθαι And.4.32

.—Rare exc. in [dialect] Att., mostly Prose. (The sense points to ἄκρος as the first part of the word, but -ῑβης remains dub.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • ακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς απόλυτα ορθός, κανονικός, σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν ακριβής. – Η ώρα που έχεις δεν είναι ακριβής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκριβῆς — ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκριβής — ἀκρῑβής , ἀκριβής exact masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • ἀκριβέστατ' — ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact adverbial superl ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl pl ἀκρῑβέστατε , ἀκριβής exact masc voc superl sg ἀκρῑβέσταται , ἀκριβής exact fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκριβῆ — ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”